μεταμπέχομαι

Russian (Dvoretsky)

μεταμπέχομαι: или μεταμπίσχομαι досл. переодеваться, перен. менять (τὴν χαλεπωτάτην δουλείαν ἀντὶ ἐλευθερίας μεταμπισχόμενος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταμπέχομαι: ἢ -ίσχομαι· ἀόρ. -ημπισχόμην· μέσ.· ― ἐνδύομαι διάφορον ἔνδυμα, μ. δουλείαν, ἐνδύομαι τὸ νέον ἔνδυμα τῆς δουλείας, Πλάτ. Πολ. 569C· ἀπολ., ἐὰν μεταμπίσχηται Ἀριστείδ. 2. 207· ― πρβλ. μεταμφιάζω.

Greek Monotonic

μεταμπέχομαι: ή -ίσχομαι, αόρ. βʹ -ημπισχόμην· Μέσ., φορώ ένα διαφορετικό ένδυμα, μεταμπέχομαι δουλείαν, βάζω το νέο φόρεμα της σκλαβιάς, σε Πλάτ.

Middle Liddell

or -ίσχομαι aor2 -ημπισχόμην
Mid., to put on a different dress, μ. δουλείαν to put on the new dress of slavery, Plat.