μεταμφίασις

Greek (Liddell-Scott)

μεταμφίασις: -εως, ἡ, μεταβολὴ ἐνδυμάτων, ἱματισμοῦ, τὰς σαρκικὰς αὐτοῦ μεταμφιάσεις (δηλ. τοῦ Πυθαγόρου) Θεόδ. Μετοχ. σ. 298.

Greek Monolingual

μεταμφίασις, ἡ (Μ)
βλ. μεταμφίεση.