μεταμφίεση

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

η (Μ μεταμφίεσις και μεταμφίασις) μεταμφιέζω
αλλαγή αμφίεσης, αλλαγή της εξωτερικής εμφάνισης κάποιου για να μην αναγνωρίζεται, μασκάρεμα.