Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μεταξοΰφαντος
Greek Monolingual
-η, -ο 1. αυτός που έχει υφανθεί από μετάξι, ο μεταξωτός 2. αυτός που μοιάζει με ύφασμα από μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ.<μετάξι+υφαντός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Γεννάδιο].