μεταπέτομαι
English (LSJ)
v. μεταπέταμαι.
French (Bailly abrégé)
f. μεταπτήσομαι;
s'envoler ailleurs.
Étymologie: μετά, πέτομαι.
Russian (Dvoretsky)
μεταπέτομαι: перелетать, улетать Luc.
v. μεταπέταμαι.
f. μεταπτήσομαι;
s'envoler ailleurs.
Étymologie: μετά, πέτομαι.
μεταπέτομαι: перелетать, улетать Luc.