μεταρρυθμιστικός
Greek Monolingual
-ή, -ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταρρύθμιση ή αυτός που επιφέρει μεταρρυθμίσεις («μεταρρυθμιστικός νόμος»).
επίρρ...
μεταρρυθμιστικώς και -ά
με μεταρρυθμιστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταρρυθμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ν. Καζάζη].