μεταστοιχείωσις

German (Pape)

[Seite 154] ἡ, die Umwandlung, andere Zusammensetzung der Elemente od. Bestandtheile eines Körpers, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταστοιχείωσις: ἡ, ἡ μετάπλασις, μεταμόρφωσις, Γρηγορ. Νύσσ. ΙΙ, 468D, κλ.