μετασύρω

English (LSJ)

[ῡ], Gramm., alter in form, Eust.32.42.

German (Pape)

[Seite 155] anders wohin schleppen, Eust. 32, 42.

Greek (Liddell-Scott)

μετασύρω: [ῡ], σύρω πρὸς ἄλλο μέρος, Εὐστ. 32. 42.

Greek Monolingual

μετασύρω (Α)
γραμμ. μεταβάλλω τον τύπο μιας λέξης.