μετατύπωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A transformation, Ammon. Diff.p.91 V.
II conversion of a compound word into two simple ones, as ἀκρόπολις into ἄκρα πόλις, Eust.626.49, cf. 75.4.
III defined as λέξις ἐνηλλαγμένα στοιχεῖα ἔχουσα (as ὑπαί for ὑπό), Trypho Trop.2.16.

German (Pape)

[Seite 155] ἡ, die Umformung, Sp. Die Gramm. nennen so die Umformung eines zusammengesetzten Wortes, z. B. πόλις ἄκρη = ἀκρόπολις, Schol. Il. 4, 105; τέλη λύει für λυσιτελεῖ u. ä., Eust. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

μετατύπωσις: [ῠ], ἡ, ἀνάλυσις λέξεως συνθέτου εἰς δύο ἁπλᾶς, οἷον ἀκρόπολις εἰς ἄκρα πόλις, Εὐστ. 626. 48, πρβλ. 75. 4.