μεταύθις

Greek Monolingual

μεταῡθις και ιων. τ. μεταῡτις (Α)
επίρρ. μετά από αυτό ή μετά από αυτά, κατόπιν, τότε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + αὖθις «αμέσως»].