μετεγκλίνω

English (LSJ)

[ῑ], in Pass., change inclination simultaneously with, Cleom.1.5.

Greek Monolingual

μετεγκλίνω (ΑΜ)
παθ. μετεγκλίνομαι
μεταβάλλω την κλίση ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐγ-κλίνω «μεταβάλλω την κλίση»].