μετεγχέω

English (LSJ)

pour from one vessel into another, EM149.41.

German (Pape)

[Seite 157] (s. χέω), aus einem Gefäß in ein anderes eingießen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετεγχέω: ἐγχέω ἐξ ἀγγείου τινὸς εἰς ἕτερον, Ἐτυμολ. Μέγ. 149. 41.

Greek Monolingual

μετεγχέω (Α)
χύνω από ένα αγγείο σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐγ-χέω «χύνω»].