μετεωρογράφος

Greek Monolingual

ο
(μετεωρ.) α) αυτός που ασχολείται με τη μετεωρογραφία
β) όργανο που καταγράφει αυτόματα τις τιμές δύο ή περισσότερων μετεωρολογικών στοιχείων.