μετεωροπάθεια
Greek Monolingual
η
συν. στον πληθ. οι μετεωροπάθειες
ομάδα νοσημάτων που προκαλούνται ή επιτείνονται από τις διάφορες μετεωρολογικές συνθήκες, αλλ. μετεωροτρόποι νόσοι.
η
συν. στον πληθ. οι μετεωροπάθειες
ομάδα νοσημάτων που προκαλούνται ή επιτείνονται από τις διάφορες μετεωρολογικές συνθήκες, αλλ. μετεωροτρόποι νόσοι.