-ίδος, ἡ, = μετρητής II, IG12(7).62.21 (Amorgos, iv B. C.).
μετρητίς, -ίδος, ἡ (Α)θηλ. του μετρητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετρητής + κατάλ. -ίς (πρβλ. αιρετίς, αιχμαλωτίς)].