μετρόκροτος

English (LSJ)

μετρόκροτον, wrought in metre, γραφαί Tz.ad Lyc.497.

Greek (Liddell-Scott)

μετρόκροτος: -ον, ὁ μετρικῶς κροτῶν, ἠχῶν, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 497.

Greek Monolingual

μετρόκροτος, -ον (Μ)
αυτός που έχει γραφεί εμμέτρως («μετρόκροτοι γραφαί», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + κρότος (πρβλ. κωδωνόκροτος)].