μεῖχμα

English (LSJ)

-ατος, τό, Aeol. for μεῖγμα, dub. in Alc.Supp.13.7.

Greek Monolingual

μεῖχμα, -ατος, τὸ (Α)
(αιολ. τ.) βλ. μίγμα.