τό, quince, Aët. 16.65.
[Seite 173] τό, = μῆλον κυδώνιον, Diosc.
μηλοκυδώνιον: τό, τὸ κυδώνιον, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 12.
ου (τό) :coing, fruit.Étymologie: μῆλον², κυδώνιον.