τό, Dim. of μῆνιγξ, Glossaria.
[Seite 174] τό, dim. zum Folgdn, Sp.
μηνίγγιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μῆνιγξ, Γλωσσ.
μηνίγγιον, τὸ (Α)βλ. μηνίγγι.