μηνίγγιον

English (LSJ)

τό, Dim. of μῆνιγξ, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 174] τό, dim. zum Folgdn, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μηνίγγιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μῆνιγξ, Γλωσσ.

Greek Monolingual

μηνίγγιον, τὸ (Α)
βλ. μηνίγγι.