Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηνίγγι

From LSJ

Θορύβους ὀχλώδεις φεῦγε καὶ παροινίας → Vulgi tumultus longe fuge et insaniam → Der Massen Auflauf meide und die Trunkenheit

Menander, Monostichoi, 239

Greek Monolingual

και μηλίγγι και μελίγγι, το (Α μηνίγγιον)
η μήνιγγα
αρχ.
υποκορ. του μῆνιγξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνίγγ-ιον, υποκορ. του μῆνιγξ, -ιγγος. Ο τ. μηλίγγι < μηνίγγι με ανομοιωτική τροπή του -ν- σε -λ-, ενώ ο τ. μελίγγι < μηλίγγι με τροπή του -η- σε -ε- από την επίδραση του ακολουθούντος -λ- (πρβλ. και θηλιά > θελιά)].