Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μηνιγγικός
Greek Monolingual
-ή, -ό μήνιγξ (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μήνιγγα ή στις μήνιγγες (α. «μηνιγγικές αύλακες» β. «μηνιγγική αρτηρία») γ. «μηνιγγικό σύνδρομο»).