σύνδρομο
Greek Monolingual
το, Ν
1. ιατρ. κλινική εικόνα που εκδηλώνεται με την ίδια, σχεδόν πάντοτε, συμπτωματολογία, της οποίας, όμως, η αιτιολογία ή η παθογένεια ή και τα δύο είναι άγνωστα, αμφίβολα, πολλαπλά ή εν μέρει γνωστά
2. (ψυχολ.) κυρίαρχη σκέψη στο μυαλό κάποιου που επηρεάζει αρνητικά την ορθή κρίση και ενέργεια («κατέχεται από το σύνδρομο της αποτυχίας»)
3. φρ. α) «σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας» ή «Έιτζ»
ιατρ. σοβαρότατη ίωση, νόσος του ανοσοποιητικού συστήματος του οργανισμού, της κατηγορίας τών μη γνήσιων αφροδίσιων νοσημάτων, δηλαδή εκείνων τών νοσημάτων που μεταδίδονται με ή χωρίς σεξουαλική επαφή, που πρωτοεμφανίστηκε την δεκαετία του 1980, προκαλείται από ιούς της οικογένειας τών ρετροϊών, ιδιαίτερα από τους ιούς HIV, και είναι προς το παρόν ανίατη
β) «σύνδρομο Ράιχμαν»
ιατρ. υπερέκκριση του στομάχου, με εμέτους μεγάλων ποσοτήτων γαστρικού υγρού, ιδιοπαθής ή σε έλκη που παρουσιάζονται κοντά στον πυλωρό
γ) «σύνδρομο Στάιν-Λέβενταλ»
ιατρ. συνδυασμός αραιομηνόρροιας, στειρότητας, δασυτριχισμού και παχυσαρκίας με διόγκωση και μικροκυστική εκφύλιση τών ωοθηκών
δ) «σύνδρομο Ράιτερ»
ιατρ. φλεγμονώδης ρευματοπάθεια, άγνωστης αιτιολογίας, που προσβάλλει κυρίως νέους ανήλικους και χαρακτηρίζεται από εμπύρετη επώδυνη πολυαρθρίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. σύνδρομος.