Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(Α μηρυκῶμαι, -άομαι)μηρυκάζωαρχ.μτφ. επαναφέρω κάτι πολλές φορές στον νου.[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μηρυκάζω.