μηρυκώμαι

Greek Monolingual

(Α μηρυκῶμαι, -άομαι)
μηρυκάζω
αρχ.
μτφ. επαναφέρω κάτι πολλές φορές στον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μηρυκάζω.