μητριάς
German (Pape)
[Seite 179] άδος, ἡ, bes. tem. zu μήτριος, ἐν χθονὸς ἀγκοίναις ὤλετο μητριάσιν, in den mütterlichen Armen, Iul. Aeg. 45 (IX, 398).
Russian (Dvoretsky)
μητριάς: άδος (ᾰδ) adj. f материнская (ἄγκοιναι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μητριάς: -άδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ μήτριος, Ἀνθ. Π. 9. 398.