μήτριος

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337

German (Pape)

[Seite 179] mütterlich.

Greek Monolingual

μήτριος, -ία, -ον, θηλ. και μητριάς, -άδος (Α) μήτηρ
μητρικός.