μητροκλινής

Greek Monolingual

-ές
βιολ. τύπος κληρονομικότητας, σύμφωνα με τον οποίο οι απόγονοι κληρονομούν περισσότερα χαρακτηριστικά από τη μητέρα τους παρά από τον πατέρα τους.