μητροκτονία

English (LSJ)

ἡ, matricide, Asclep.Tragil. 29 J., Plu.2.18a, 810f.

German (Pape)

[Seite 180] ἡ, der Muttermord; Schol. Eur. Or. 206; Plut. de aud. poet. 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
meurtre de sa mère.
Étymologie: μητροκτόνος.

Russian (Dvoretsky)

μητροκτονία:матереубийство Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μητροκτονία: ἡ, τὸ μητροκτονεῖν, Πλούτ. 2, 18Α, 810F.

Greek Monolingual

η (Α μητροκτονία) μητροκτόνος
η πράξη του μητροκτόνου, ο φόνος της μητέρας από το ίδιο το παιδί της («τὴν Ὀρέστου μητροκτονίαν», Πλούτ.).