μητρῴζω (ΑΜ)1. εορτάζω τα μυστήρια της Κυβέλης2. είμαι όμοιος με τη μητέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Μητρῷον «ιερό τῆς Κυβέλης» + κατάλ. -ίζω].