μητρῴζω Search Google

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρῴζω Medium diacritics: μητρῴζω Low diacritics: μητρώζω Capitals: ΜΗΤΡΩΖΩ
Transliteration A: mētrṓizō Transliteration B: mētrōzō Transliteration C: mitrozo Beta Code: mhtrw/|zw

English (LSJ)

celebrate the festival of Cybele, Theognost.Can.142.

Greek (Liddell-Scott)

μητρῴζω: εἶμαι ὅμοιος τῇ μητρί, Θεογνώστ. Κανόν. ἐν Ἀνεκδ. Κραμήρου τ. 2, σ. 142, 23, Μιχαὴλ Ψελλ. ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθα τ. 5, σ. 409.

Greek Monolingual

μητρῴζω (ΑΜ)
1. εορτάζω τα μυστήρια της Κυβέλης
2. είμαι όμοιος με τη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μητρῷον «ιερό τῆς Κυβέλης» + κατάλ. -ίζω].