μηχανητέον

English (LSJ)

one must contrive, μ. ὅπως ἄνPl.Grg. 481a, cf. Lg.798e, X.Eq.Mag.5.11.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνητέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ μηχανῶμαι, δεῖ μηχανᾶσθαι, Πλάτ. Γοργ. 481Α, κτλ.

Greek Monotonic

μηχᾰνητέον: ρημ. επίθ. του μηχανάομαι, κάτι που πρέπει να επινοηθεί, σε Πλάτ.