μηχανητής

English (LSJ)

μηχανητοῦ, ὁ, deviser of engines of war, of Artemon, Sch.Ar.Ach.850.

German (Pape)

[Seite 181] ὁ, der Maschinen, Kunstgriffe braucht, Schol. Ar. Ach. 850.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνητής: -οῦ, ὁ, ὁ μηχανώμενος, ἐπινοῶν τεχνάσματα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 850.

Greek Monolingual

μηχανητής, ὁ (ΑΜ) μηχανώμαι
αυτός που επινοεί ή εφευρίσκει πολεμικές μηχανές.