μιξόθηρ

English (LSJ)

θηρος, ὁ, half-beast, φῶτες μ. E.Ion1161, cf. Lyc.650, D.H.Th.6.

German (Pape)

[Seite 189] ηρος, halb Tier, halb Mensch, thiergemischt; φῶτες, Eur. Ion 1161; ἄνθρωπος, Ep. ad. 296 (Plan. 126).

French (Bailly abrégé)

ηρος (ὁ, ἡ)
qui est moitié homme, moitié animal.
Étymologie: μίγνυμι, θρόος.

Russian (Dvoretsky)

μιξόθηρ: ηρος adj. полуживотное: φὼς μ. Eur. = Κένταυρος.

Greek (Liddell-Scott)

μιξόθηρ: ὁ, ὁ κατὰ τὸ ἥμισυ θηρίον, φὼς μ. Εὐρ. Ἴων 1161, πρβλ. Λυκόφρ. 650, κτλ.

Greek Monotonic

μιξόθηρ: ὁ, κατά το ήμισυ κτήνος, σε Ευρ.

Middle Liddell

half-beast, Eur.

English (Woodhouse)

half-human, a cross between a man and beast