θρόος
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
Att. θροῦς, ὁ, (θρέομαι)
A noise as of many voices, οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος Il.4.437; poet. of musical sounds, πολύφατος θρόος ὕμνων Pi.N.7.81; θρόος αὐλῶν Epic. ap. Plu.2.654f.
2 murmur of a crowd or assembly, Th.4.66, 8.79, D.H.6.57, etc.
II report, rumour, X.Cyr.6.1.37, Plu.Galb.26, D.C.44.18.
German (Pape)
[Seite 1220] ὁ (θρέω), att. zsgz. θροῦς, lautes Rufen; οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος, ἀλλὰ γλῶσσ' ἐμέμικτο Il. 4, 437; Pind. πολύφατος θρόος ὑμνων, lauter Schall, N. 7, 81, wie ἠχήεις θρ. αὐλῶν p. bei Plut. Symp. 3, 6, 4. Bei Xen. Hell. 6, 5, 35 heimliches Gemurmel einer Menge, womit Thuc. 4, 66. 8, 79 zu vgl.; θροῦς τις τοιοῦτος διῆλθε, ein Gerücht verbreitete sich, Xen. Cyr. 6, 1, 37, wie D. ^^al. 6, 57; Plut. Galb. 26 u. D. C. oft.
French (Bailly abrégé)
-οῦς, όου-οῦ (ὁ) :
bruit confus, particul. :
1 bruit de voix;
2 bruit d'un instrument;
3 murmure d'une assemblée, tumulte;
4 rumeur, nouvelle confuse : θρόος διῆλθε ὡς PLUT le bruit se répandit que.
Étymologie: θρέω.
Russian (Dvoretsky)
θρόος: атт. стяж. θροῦς ὁ
1 крик, голос: οὐ πάντων ἦεν ὁμὸς θ. Hom. не у всех (у ратей) был одинаковый (боевой) клич;
2 звук, звучание (ὕμνων Pind.; αὐλῶν Plut.);
3 ропот (θ. διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Plut.): τὸν θροῦν αἰσθόμενοι Thuc. услышав об этом ропоте;
4 слух (θροῦς τις διῆλθε Xen., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
θρόος: Ἀττ. θροῦς, ὁ, (θρέομαι) θόρυβος ὡς πολλῶν φωνῶν, οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος Ἰλ. Δ. 437· - ποιητ. ἐπὶ μουσικῆς ἤχων, πολύφατος θρόος ὕμνων Πίνδ. Ν. 119· θρ. αὐλῶν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 654F. 2) ὁ θόρυβος, γογγυσμὸς δυσηρεστημένου πλήθους, Θουκ. 4. 66., 7. 78., 8. 79, κτλ. ΙΙ. φήμη, Λατ. rumor, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 37.
English (Autenrieth)
English (Slater)
θρόος murmur (of voices), music ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ (Er. Schmid: ὕμνων θρόον codd.) (N. 7.81) ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς (Pae. 9.36)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
θρόος: Αττ. θροῦς, ὁ (θρέομαι),
I. 1. θόρυβος σαν από πολλές φωνές, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για μουσικούς ήχους, σε Πίνδ.
2. ο θόρυβος του πλήθους, σε Θουκ.
II. δήλωση, φήμη, όπως το Λατ. rumor, σε Ξεν.
Frisk Etymological English
Att. θροῦς Meaning: call, voice
Other forms: att. θροῦς
See also: s. θρέομαι.
Middle Liddell
θρέομαι
I. a noise as of many voices, Il.; of musical sounds, Pind.
2. the murmuring of a crowd, Thuc.
II. a report, Lat. rumor, Xen.
Frisk Etymology German
θρόος: {thróos}
Forms: att. θροῦς
Meaning: Ruf, Stimme, Gemurmel
See also: s. θρέομαι.
Page 1,687
Mantoulidis Etymological
ὁ (=θόρυβος ἀπό πολλές φωνές). Ἀπό ρίζα θρε- τοῦ θρέομαι (=φωνάζω), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: θρῆνος, θρῦλος, θόρυβος. Παράγωγα τοῦ θροῦς: θροέω καί θρόησις.
Lexicon Thucydideum
rumor, rumor, report, 4.66.2, 5.7.2. 5.29.2, 5.30.1, 8.79.1.