μισαρχία

Greek Monolingual

μισαρχία, ἡ (Α)
(για τους Ιουδαίους) μίσος για την εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -αρχία μέσω ενός αμάρτυρου μίσαρχος (< μισῶ + -αρχος), πρβλ. φιλαρχία].