μισόλαγνος

Greek (Liddell-Scott)

μισόλαγνος: -ον, ὁ τὴν λαγνείαν μισῶν, Ἰω. Κλίμακ. 832Β.

Greek Monolingual

μισόλαγνος, -ον (Μ)
αυτός που αποστρέφεται τη λαγνεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + λάγνος.