λάγνος
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
η, ον, lecherous, lustful, prop. of the male (as μάχλος of the female), Critias 44 D., Ti.Locr.104e; of animals, Arist.HA 575a20; of the female, λάγνης γυναικός Anaxandr.60: irreg. Comp. λαγνίστερος Ph.2.307: irreg. Sup. λαγνίστατος Arist.HA575b30; but -ότατος Choerob. in Theod.2.76 H., Hippiatr.33. Adv.Comp. -ίστερον Ph.2.207, al.
German (Pape)
[Seite 3] ον, das fem. λάγνη nur Schol. Ap. Rh. 3, 541, den Saamen fahren lassend, wollüstig, geil, vom Manne (vgl. μάχλος, welches vom Weibe gesagt wird), Tim. Locr. 104 e; Arist. H. A. 6, 21 u. Sp.; vgl. Lob. zu Phryn. 184. – Superlat. unregelmäßig oder von λάγνης gebildet, λαγνίστατος, Arist. H. A. 6, 22; Ael. H. A. 4, 11; das regelmäßige λαγνότατος führt Choerobosc. B. A. 1287 an. Es hängt wohl mit λαγώς zusammen; die Alten erkl. es aber durch λαγόνος, sehr saamenreich.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
libertin, débauché.
Étymologie: R. Λαγ, être lascif, v. λαγώς.
Russian (Dvoretsky)
λάγνος: похотливый, распутный Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λάγνος: -η, -ον, δεδομένος εἰς σαρκικὰς ἡδονάς, καταφερὴς πρὸς τὰ ἀφροδίσια, ἀκόλαστος, αἰσχρός, πόρνος, κυρίως ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, μάχλος ἐπὶ τῆς γυναικός, Κριτίας 35, Τίμ. Λοκρ. 140Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 2, κ. ἀλλ., πρβλ. Λοβ. Φρύν. 184· ἀλλά, λάγνης γυναικὸς Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 9· - ἀνώμαλ. ὑπερθ. λαγνίστατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 2, Κλήμ. Ἀλ. 222· ἀλλὰ -ότατος Α. Β. 1287· καὶ παρ’ Ἐπιφαν. (τ. 1, σ. 1053C) -ιαίτερος, -ιέστερος. (Ἐκ τῆς √ΛΑΓ παράγεται ὡσαύτως τὸ λαγνεύω, κτλ., πιθανῶς καὶ τὸ λαγὼν (πληθ. αἱ λαγόνες), καὶ ἴσως τὸ λαγώς· πρβλ. τὸ Σανσκρ. lañǵâ (scortum)· ἴδε ὡσαύτως λαγαρός). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 177 κἑξ.
Greek Monolingual
-η, -ο, θηλ. και -α (AM λάγνος, -η, -ον, θηλ. και -ος, Α και λάγνιος, -ία, -ον και αττ. τ. αρσ. λάγνης)
επιρρεπής στις σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος, ηδυπαθής, ακόλαστος
νεοελλ.
αυτός που περιέχει ηδονική διάθεση, ηδυπαθής («λάγνα μάτια»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo λάγνον
η ηδυπάθεια, η φιληδονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγ- (πρβλ. λαγαίω) + επίθημα -νος (πρβλ. λίχνος)].
Greek Monotonic
λάγνος: -η, -ον, προκλητικός, ασελγής, ακόλαστος, αυτός που αρέσκεται στις σαρκικές ηδονές, αισχρός, πόρνος, σε Αριστ.
Frisk Etymological English
See also: s. λαγαίω.
Middle Liddell
λάγνος, η, ον
lascivious, lustful, Arist.
Frisk Etymology German
λάγνος: {lágnos}
See also: s. λαγαίω.
Page 2,69