μιτρίον

English (LSJ)

τό, Dim. of μίτρα, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 193] τό, dim. von μίτρα.

Greek (Liddell-Scott)

μιτρίον: τό, ὑποκορ. τοῦ μίτρα, Γλωσσ.

Greek Monolingual

μιτρίον, τὸ (Α) μίτρα
υποκορ. του μίτρα.