Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μνααίος
Greek Monolingual
μνααῖος και μναῖος και μνάϊος -α, -ον (Α) αυτός που έχει βάρος το οποίο ισοδυναμεί με μία μνα. [ΕΤΥΜΟΛ.<μνᾶ+ κατάλ. -αῖος (πρβλ. δοχαίος). Ο τ. μναῖος / μνάϊος<μνᾶ+ κατάλ. -ιος].