μνημόνιο

Greek Monolingual

το (ΑΜ μνημονεῖον, Α και μνημόνιον)
νεοελλ.
1. υπομνηματικό σημείωμα
2. έγγραφη έκθεση για μια υπόθεση, υπόμνημα
μσν.-αρχ.
νεκροταφείο