3ᵉ sg. ao. Moy. itér. de μνάομαι.
see μιμνήσκω.
μνησάσκετο: Ιων. γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ του μιμνήσκω.
μνησάσκετο: эп. 3 л. sing. aor. iter. к μιμνῄσκω.