μνοῦς, -όος, ὁ (Α)1. λεπτό χνούδι2. είδος γλυκίσματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από συμφυρμό τών τ. μνίον και χνόος/χνοῦς].