μνῆσαι
German (Pape)
[Seite 195] μνησαίατο u. ähnliche Formen, s. unter μιμνήσκω.
French (Bailly abrégé)
impér. ao. de μνάομαι ou de μιμνῄσκομαι.
English (Autenrieth)
see μιμνήσκω.
Greek Monotonic
μνῆσαι: απαρ. Ενεργ. αόρ. αʹ, και προστ. Μέσ. αορ. αʹ του μιμνήσκω.
Russian (Dvoretsky)
μνῆσαι:
I imper. aor. 1 к μνάομαι I.
II imper. aor. 1 к μιμνῄσκω.