τό, betrothal, marriage, Cod.Just.1.17.3.ά, Charis. p.34 K.
[Seite 196] τό, Verlobung, Vermählung, Sp.
μνῆστρον: τό, μνηστεία, γάμος, Ἰουστινιαν. Πανδέκτ. σ. 2, ἔκδ. Spang., Pasin. Codd. Taur. 1, σ. 104.