μοδίστρα

Greek Monolingual

και μοδίστα, η
αυτή που κάνει κοπτική και ραπτική γυναικείων ενδυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μοδίστα < γαλλ. modiste (< mode «μόδα» < λατ. modus «τρόπος») Το -ρ- του μοδίστρα αναλογικά προς το ράφ-τρα].