μοιροειμαρμένη

Greek Monolingual

μοιροειμαρμένη, ἡ (Μ)
η μοίρα, το πεπρωμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + εἱμαρμένη «πεπρωμένο», είδος σημασιολογικού επαναληπτικού συνθέτου].