ἡ, rare form for μοιχάς, Ar.Byz. ap. Eust.1761.24.
[Seite 198] ἡ, = μοιχάς (?).
μοιχή: ἡ, = μοιχάς· μνημονεύεται ὡς σπάνιον (μετὰ τοῦ μοιχὶς) ὑπ’ Ἀριστοφ. Βυζ. παρ’ Εὐστ. 1761. 24.
μοιχή, ἡ (Α) μοιχός(σπάν. θηλ. του μοιχός) η μοιχαλίδα.