μοιόν

English (LSJ)

τό, = αἰδοῖον, Hdn.Gr.1.376. μοῖος· σκυθρωπός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μοιόν: τό, «αἰδοῖον» Ἀρκάδ. 121, 24.

Greek Monolingual

μοιόν, τὸ (Α)
το αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το μοῖος].