inf. -ειν· ἐγκόπτειν τὰς παραφυάδας, Hsch.; cf. μολεύω.
[Seite 200] = μολεύω, w. m. s.
μολούω: ὅρα μολεύω. ‒ Καθ᾿ Ἡσύχ.: «μολούειν· «ἐγκόπτειν τὰς παραφυάδας».
μολούω (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μολούεινἐγκόπτειν τὰς παραφυάδας».[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του μολεύω (ΙΙ), πιθ. κατ' αναλογία προς το κολούω.