fut. of βλώσκω.
v. βλώσκω.
μολοῦμαι: fut. к μολεῖν (см. *βλώσκω).
μολοῦμαι: μέλλ. τοῦ βλώσκω.
μολοῦμαι: μέλ. του βλώσκω.