μολοῦμαι

English (LSJ)

fut. of βλώσκω.

French (Bailly abrégé)

v. βλώσκω.

Russian (Dvoretsky)

μολοῦμαι: fut. к μολεῖν (см. *βλώσκω).

Greek (Liddell-Scott)

μολοῦμαι: μέλλ. τοῦ βλώσκω.

Greek Monotonic

μολοῦμαι: μέλ. του βλώσκω.