ας, ἡ, bestower of μολπή, title of Aphrodite in Cyprus, Schwyzer682.6.
μολποδώρα, ἡ (Α)(ως τίτλος της Αφροδίτης στην Κύπρο) αυτή που χορηγεί, που δωρίζει τη μολπή.[ΕΤΥΜΟΛ. < μολπή + -δώρα (< δῶρον), πρβλ. αναξίδώρα, Πανδώρα].